συνδέω — συνδέω, σύνδεσα και συνέδεσα βλ. πίν. 5 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνδέω — και σύνδεσα σύνδεσα, συνδέθηκα, συνδεμένος 1. ενώνω κάτι με κάτι άλλο: Σύνδεσε τη βρύση του σπιτιού με το κεντρικό δίκτυο. – Συνδέονται με στενή φιλία. 2. παθ., συνδέομαι έχω σχέσεις με κάποιον: Συνδέονται ερωτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνδέω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [δέω (II) / δένω] 1. ενώνω, δένω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους 2. συνάπτω πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τούς συνδέει στενή φιλία» β. «τὸ μὲν γὰρ… … Dictionary of Greek
συνδήσοντα — συνδέω bind fut part act neut nom/voc/acc pl συνδέω bind fut part act masc acc sg συνδέω bind fut part act neut nom/voc/acc pl συνδέω bind fut part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδήσοντι — συνδέω bind fut part act masc/neut dat sg συνδέω bind fut ind act 3rd pl (doric) συνδέω bind fut part act masc/neut dat sg συνδέω bind fut ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδεδεμένα — συνδέω bind perf part mp neut nom/voc/acc pl συνδεδεμένᾱ , συνδέω bind perf part mp fem nom/voc/acc dual συνδεδεμένᾱ , συνδέω bind perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανασυνδέω — συνδέω εκ νέου, ξανασυνδέω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + συνδέω. Η λ., στον λόγιο τ. μτχ. θηλ. παθ. αορ. β’, ἀνασυνδεθεῖσαι, μαρτυρείται στον Κ. Κούμα] … Dictionary of Greek
ξυνδεδεμένον — συνδέω bind perf part mp masc acc sg συνδέω bind perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνεδεδέατο — συνδέω bind plup ind pass 3rd pl (ionic) συνδέω bind plup ind mp 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδεδεμέναι — συνδέω bind perf part mp fem nom/voc pl συνδεδεμένᾱͅ , συνδέω bind perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)